ἀκούσιος — ἄκουσις hearing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) ἀ̱κούσιος , ἀεκούσιος against the will masc/fem nom sg (attic) ἀκούσιος against the will masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακούσιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που γίνεται χωρίς να το θέλει εκείνος που ενεργεί: Η αποχώρηση από την εργασία του ήταν ακούσια. 2. αυτός που γίνεται ανεξάρτητα από τη θέληση του ατόμου και τις ενέργειές του: Οι λεγόμενες ακούσιες κινήσεις του σώματός μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… … Dictionary of Greek
ἀκουσιώτατα — ἀ̱κουσιώτατα , ἀεκούσιος against the will adverbial superl (attic) ἀ̱κουσιώτατα , ἀεκούσιος against the will neut nom/voc/acc superl pl (attic) ἀκούσιος against the will adverbial superl ἀκούσιος against the will neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουσίως — ἀ̱κουσίως , ἀεκούσιος against the will adverbial (attic) ἀ̱κουσίως , ἀεκούσιος against the will masc/fem acc pl (attic doric) ἀκούσιος against the will adverbial ἀκούσιος against the will masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσιον — ἀ̱κούσιον , ἀεκούσιος against the will masc/fem acc sg (attic) ἀ̱κούσιον , ἀεκούσιος against the will neut nom/voc/acc sg (attic) ἀκούσιος against the will masc/fem acc sg ἀκούσιος against the will neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HYACINTHUS — Amyclae Spartanorum Regis fil. Eurotae nepos, eodem tempore a Zephyro et Apolline adamatus. Verum cum in Apollinis amorem propensior esset, aegre id ferens Zephyrus, amorem in odium convertit, Cum Hyacintho deliciis suis disci iactu dum sese… … Hofmann J. Lexicon universale
άθελος — η, ο [θέλω] 1. αυτός που δεν θέλει κάτι 2. αυτός που δεν έχει θέληση, άβουλος 3. αθέλητος, απρόθυμος, ακούσιος … Dictionary of Greek
αβούλητος — ἀβούλητος ον (Α) [βούλομαι] 1. αυτός που γίνεται σε κάποιον δίχως τη θέλησή του, ακούσιος, μηχανικός 2. αυτός που γίνεται σε κάποιον αντίθετα προς τη θέλησή του, ενάντιος, δυσάρεστος … Dictionary of Greek
αεκούσιος — ἀεκούσιος, ον και ος, α, ον (Α) επικός και ιωνικός τύπος αντί ακούσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἑκούσιος] … Dictionary of Greek